- τρίδραχμος
- -η, -ο / τρίδραχμος, -ον, ΝΑτο ουδ. ως ουσ. το τρίδραχμο(ν)νόμισμα τριών δραχμώναρχ.1. αυτός που έχει βάρος ή αξία τριών δραχμών2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρίδραχμοςφόρος τριών δραχμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. ὀκτά-δραχμος].
Dictionary of Greek. 2013.